βλεφαριδωτά

βλεφαριδωτά
Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη λειτουργία του ζώου. Η εξωτερική επιφάνεια της μεμβράνης που τα περιβάλλει καλύπτεται ολοκληρωτικά ή σε ορισμένα τμήματα από κινούμενες βλεφαρίδες, χρήσιμες στην κίνηση του ζώου στο υγρό περιβάλλον του. Τα β. έχουν μια αύλακα ή φάρυγγα που οδηγεί στο στόμα (κυτταρόστομα), όπου τα μικρομόρια της τροφής έλκονται από την ενέργεια μιας παλλόμενης μεμβράνης. Τα μακρομόρια αυτά είναι κλεισμένα σε ειδικούς χώρους, τα πεπτικά κενοτόπια, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την έκταση του κυτταροπλάσματος· εκεί συντελείται η πέψη. Τα αποκριτέα υλικά αποβάλλονται από το κύτταρο μέσω της κυτταροπηγής, με τη βοήθεια ενός ειδικού σχηματισμού του σφυγμώδους κενοτοπίου, που εκτελεί τη λειτουργία της απέκκρισης. Μέσα στο κυτταρόπλασμα υπάρχουν επίσης δύο πυρήνες· ο μακροπυρήνας ή τροφικός πυρήνας, χρήσιμος για τη λειτουργία της θρέψης, και ο μικροπυρήνας για την αναπαραγωγή, που γίνεται με διχοτόμηση και με παροδική σύζευξη. Τα β. διαιρούνται σε δύο υφομοταξίες: στα ολότριχα και στα σπειρότριχα. Τα πρώτα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις τάξεις: (α) υμενόστομα, με ομοιογενή κατανομή βλεφαρίδων και χωρίς παλλόμενη μεμβράνη στο φάρυγγα· (β) περίτριχα, εφοδιασμένα με μια δεξιόστροφο παλλόμενη μεμβράνη στον φάρυγγα· (γ) μυζητικά, που στερούνται παλλόμενης μεμβράνης και βλεφαρίδων, φέρουν όμως κοίλους βραχίονες, που καταλήγουν σε μυζητικές κοτύλες. Τα σπειρότριχα είναι εφοδιασμένα με μια αριστερόστροφη παλλόμενη μεμβράνη στον φάρυγγα και περιλαμβάνουν τις τάξεις: (α) ετερότριχα, με αντιπρόσωπο τον στέντορα,οοποίος έχει ομοιογενή επένδυση βλεφαρίδων· (β) υπότριχα, με αντιπρόσωπο τη στυλονυχία, που έχει βλεφαρίδες στο ραχιαίο και στο κοιλιακό τμήμα του σώματος· (γ) ολιγότριχα, που στερούνται βλεφαρίδων. Τα βλεφαριδωτά που ονομάζονται επίσης εγχυματόζωα είναι μονοκύτταροι οργανισμοί και αποτελούν ομοταξία των πρωτόζωων. Πάνω, εικονίζονται τρεις φάσεις της αναπαραγωγής ενός βλεφαριδωτού: πραγματοποιείται με εγκάρσια διαίρεση. Αριστερά, βλεφαριδωτό που παρασιτεί στο έντερο του αλόγου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • περνεττύα — η, Ν βοτ. θάμνος με βλεφαριδωτά φύλλα και μικρά λευκά ή ρόδινα άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pernettya, από το όνομα τού Γάλλου φυσιολόγου Α. J. Pernetty) …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • επιθηλιακός ιστός — Μία από τις τέσσερις κατηγορίες ζωικών ιστών (οι άλλοι τρεις είναι ο συνδετικός, ο μυϊκός και ο νευρικός ιστός). Καλύπτει το σώμα και τα όργανα καθώς επίσης κοιλότητες και αγωγούς. Από τα επιθήλια προέρχονται επίσης και διάφοροι μαζικοί… …   Dictionary of Greek

  • εφημερόπτερα — Τάξη αρθροπόδων εντόμων, συνήθως μικρού μεγέθους, με φτερά που διαθέτουν πολλά νεύρα. Τα μπροστινά φτερά τους είναι μεγάλα και έχουν τριγωνικό σχήμα, ενώ τα πίσω είναι μικρά ή δεν υπάρχουν καθόλου. Τα στοματικά εξαρτήματά τους είναι επίσης πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ροδόδεντρο — Φυτά με ποικιλία μορφών (φρύγανα, θάμνοι, δέντρα) του γένους ροδόδενδρον (οικογένεια ερικίδες, δικοτυλήδονα). Πολλά είναι τα είδη που φύονται στην Ασία, Αμερική και Ευρώπη· από αυτά πολυάριθμα καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς στα… …   Dictionary of Greek

  • σελαγινέλλα — (sellaginella). Μοναδικό γένος της οικογένειας των Σελαγινελλοειδών, της οποίας είναι γνωστά 500 600 είδη, κατά μεγάλο μέρος των θερμών και υγρών δασών της τροπικής ζώνης. Περιλαμβάνουν όμως και μερικά είδη των σκιερών αλλά υγρών τόπων του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”